- περιαμύνω
- περι-αμύνω, ringsum verteidigen, umschirmen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περιαμύνω — Α υπερασπίζομαι κάτι ή φυλάσσω κάτι από όλα τα μέρη … Dictionary of Greek
περιήμυνεν — περϊήμῡνεν , περιαμύνω defend aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) περϊήμῡνεν , περιαμύνω defend imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμύνομαι — (Α ἀμύνομαι και ἀμύνω) 1. βρίσκομαι σε άμυνα 2. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον 3. υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, προασπίζω, προστατεύω την ακεραιότητα του, δίνω μάχη, αγωνίζομαι γι’ αυτόν (για τις συντάξεις… … Dictionary of Greek